Διαταραχές του ύπνου στα παιδιά και τους εφήβους

Μουτσάνας Ελευθέριος

Παιδίατρος

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Υπολογίζεται ότι διαταραχές του ύπνου εμφανίζουν το 1/3 των παιδιών και των ενηλίκων. Οι διαταραχές του ύπνου στα παιδιά ταξινομούνται σε πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς. Στις πρωτοπαθείς ανήκουν οι δυσυπνίες και οι παραϋπνίες. Οι δευτεροπαθείς σχετίζονται με παθολογικά νοσήματα και λήψη φαρμάκων. Οι δυσυπνίες αφορούν διαταραχές στην έναρξη και διατήρηση του ύπνου (αϋπνία) ή προκαλούν υπέρμετρη υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας (υπερυπνία), ενώ οι παραϋπνίες περιλαμβάνουν φαινόμενα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Δυσυπνίες

Στις δυσυπνίες περιλαμβάνονται η «αϋπνία», το σύνδρομο διαταραχής φάσεων η υπνική άπνοια και η ναρκοληψία.

Αϋπνία (πιο σωστή έκφραση είναι ο διαταραγμένος ύπνος, γιατί τα παιδιά και οι νέοι δεν έχουν αϋπνία). Η αϋπνία είναι σύμπτωμα, δεν είναι ασθένεια. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Περιλαμβάνει την αδυναμία έλευσης του ύπνου, τα συχνά ξυπνήματα, την άρνηση του παιδιού να πάει για ύπνο, το πρόωρο ξύπνημα, την υπνική άπνοια και τις διαταραχές του κιρκάδιου ρυθμού. Οι 4 πρώτες είναι ιδιαίτερα συχνές στα παιδιά ηλικίας 1-3 χρονών. Οφείλονται κατά κανόνα σε ακανόνιστες συνήθειες ύπνου και ακατάλληλους χειρισμούς των γονέων και υποχωρούν μετά τον 4ο χρόνο. Σπάνια οφείλεται σε πραγματικές ενοχλήσεις ή νοσήματα, π.χ. ωτίτιδα, κoλικούς ή άλλους πόνους.

Τα βρέφη που κοιμούνται άσχημα εμφανίζουν κάποια διαταραχή την επόμενη ημέρα: είναι περισσότερο ευερέθιστα, υπερβολικά εξαρτημένα από εκείνους που τα φροντίζουν, είναι κακόκεφα και κλαίνε με το τίποτα, νυστάζουν, είναι κουρασμένα, είναι εκνευρισμένα και θυμώνουν εύκολα. Τα παιδιά, αντίστοιχα, μπορεί να παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες, μειωμένη ικανότητα μνήμης, διαταραχή των ικανοτήτων προγραμματισμού και λήψης αποφάσεων, διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες, πονοκεφάλους, συμπτώματα από το γαστρεντερικό, καθυστέρηση της ανάπτυξης (σε σοβαρές περιπτώσεις), αλλαγή συμπεριφοράς (όπως επιθετικότητα, υπερκινητικότητα, κλπ.)

Σύνδρομο διαταραχής φάσεων. Είναι σπάνιο σύνδρομο στο οποίο παρατηρείται αδυναμία του βιολογικού ρολογιού να συντονιστεί με το φυσιολογικό ρυθμό ημέρας-νύχτας. Τα άτομα αυτά μένουν άυπνα σχεδόν μέχρι το πρωί και κοιμούνται κατόπιν ως το μεσημέρι ή ακόμα και ως το απόγευμα. Εάν οι πάσχοντες εξαναγκασθούν σε πρωινή αφύπνιση, τότε τόσο οι γνωσιακές τους επιδόσεις όσο και η συμπεριφορά τους παρουσιάζουν στοιχεία παρόμοια με εκείνα που περιγράφονται στην αποστέρηση ύπνου ή στο σύνδρομο get lag (ή σύνδρομο αλλαγής γεωγραφικής ζώνης), το οποίο στην κυριολεξία είναι ένα μπέρδεμα ανάμεσα στην ώρα του τόπου που έχουμε ταξιδέψει και στο βιολογικό μας ρολόι.

Το κοινωνικό get lag είναι νόσημα της εποχής και αφορά εφήβους, αλλά και μικρότερα παιδιά που συνηθίζουν να ξενυχτάνε είτε γιατί διαβάζουν, είτε γιατί διασκεδάζουν, είτε γιατί ασχολούνται με το διαδίκτυο και τι κινητό τηλέφωνο μέχρι αργά το βράδυ. Η συνήθεια της καθυστερημένης κατάκλισης οδηγεί σε καθυστερημένη αφύπνιση. Ο κύκλος ύπνου-αφύπνισης σταδιακά αλλάζει, αλλάζει δηλαδή ο κιρκάδιος ρυθμός. Τα παιδιά αυτά δεν μπορούν να ξυπνήσουν την επιθυμητή ώρα το πρωί, αισθάνονται κόπωση και μειώνεται η νοητική τους απόδοση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η συχνότητα του συνδρόμου υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 8%. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η λειτουργία του βιολογικού ρολογιού κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Οι έφηβοι ακολουθούν ένα βιολογικό, ορμονικά καθοδηγούμενο -από τις ορμόνες του φύλου- πρόγραμμα νυχτερινής δραστηριότητας και σκοτώνουν την ώρα τους συχνά μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα, απλώς γιατί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα διαφορετικό. Πολλοί γονείς και δάσκαλοι τους κατηγορούν για τεμπελιά και αδιαφορία. Όταν οι μαθητές έφηβοι κάνουν μαθήματα στις 8 το πρωί είναι κατανυσταγμένοι και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα και να αποδώσουν. Γι’ αυτό το λόγο ή έναρξη των μαθημάτων θα έπρεπε να μεταφερθεί στις 9 το πρωί, τουλάχιστον για τις μεγαλύτερες τάξεις, όπως ήδη άρχισε να γίνεται στην Αμερική, στην Ευρώπη, αλλά και σε πανεπιστήμια της Ελλάδας.

Υπνική άπνοια. Το 1-3% των παιδιών ροχαλίζει και εκδηλώνει διακοπή της αναπνοής κατά τον ύπνο -υπνική άπνοια. Τα επεισόδια άπνοιας μπορεί να επαναλαμβάνονται πολλές φορές μέσα στη νύχτα και οδηγούν σε ελλιπή οξυγόνωση του οργανισμού και πολλαπλά μη συνειδητά ξυπνήματα. Τα επεισόδια συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του βαθέος ύπνου. Η συχνότερη αιτία υπνικής άπνοιας στα παιδιά είναι η αποφρακτική άπνοια η οποία προκαλείται από την υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια) ή των αμυγδαλών. Άλλη αιτία είναι η παχυσαρκία (εδώ η στένωση οφείλεται σε εναπόθεση λίπους στα πλάγια του φάρυγγα) και διάφορα νευρομυϊκά εξελικτικά νοσήματα, όπως είναι η εγκεφαλική παράλυση, το σύνδρομο Down, κλπ. Άλλες αιτίες λιγότερο συχνές είναι οι παραμορφώσεις του προσώπου. Η παθολογική αυτή κατάσταση μπορεί να εμφανιστεί από την ηλικία των 2-3 ετών, σπάνια μπορεί να παρατηρηθεί και από τη γέννηση. Η κατάσταση αυτή, λόγω των πολλαπλών ξυπνημάτων, οδηγεί σε ανεπαρκή ξεκούραση και έχει ως συνέπεια κατά τη διάρκεια της ημέρας το παιδί να είναι ανήσυχο, υπερκινητικό, κακοδιάθετο, να έχει μειωμένη όρεξη, προβλήματα συμπεριφοράς, μαθησιακά προβλήματα και προβλήματα στην αύξηση γιατί δεν εκκρίνεται επαρκώς η αυξητική ορμόνη. Σε βαριές περιπτώσεις η ελλιπής οξυγόνωση μπορεί να έχει ως συνέπεια προβλήματα υπέρτασης και προβλήματα από την καρδιά. Η θεραπεία συνίσταται στην αφαίρεση των αμυγδαλών ή των υπερτροφικών αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια).

Ναρκοληψία. Η ναρκοληψία είναι σπάνια διαταραχή. Η συχνότητά της ανέρχεται στο 0,04-0,07% και το 1/5 των ναρκοληπτικών παρουσιάζει συμπτώματα από την ηλικία των 11 χρονών. Η ακριβής αιτιολογία της είναι άγνωστη, αλλά γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι συγγενείς 1ου βαθμού ναρκοληπτικών ασθενών έχουν 8 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν τη διαταραχή απ΄ ό,τι άτομα του γενικού πληθυσμού. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει υπερβολική υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας με επεισόδια ύπνου, στα οποία είναι δύσκολο κάποιος να αντισταθεί -τα παιδιά παραπέμπονται κυρίως από τους δασκάλους, γιατί κοιμούνται στο σχολείο. Τα πάσχοντα άτομα μπορεί να παρουσιάζουν μετά από συγκίνηση ξαφνική απώλεια του μυϊκού τόνου -αυτό αποκαλείται καταπληξία. Τα παιδιά που πάσχουν μπορεί επιπλέον να παρουσιάζουν υπναγωγικές ψευδαισθήσεις, ακουστικές ή οπτικές, που συχνά προκαλούν φόβο με αποτέλεσμα να δείχνουν απροθυμία να πάνε για ύπνο. Μπορεί ακόμα να παρουσιάσουν υπνική παράλυση κατά την έναρξη του ύπνου ή συνηθέστερα, στα πρώτα λεπτά μετά την αφύπνιση. Τα επεισόδια της ναρκοληψίας είναι ύπνος REM διάρκειας 2-5 λεπτών, μετά από τον οποίο το άτομο νοιώθει ξεκούραστο. Εντούτοις, 2-3 ώρες αργότερα η υπνηλία επανέρχεται και ακολουθείται από ένα νέο επεισόδιο ύπνου.

Παραϋπνίες

Παραϋπνίες αποκαλούνται όλα εκείνα τα φαινόμενα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου. Οι συχνότερες παραϋπνίες είναι οι εφιάλτες, το παραμιλητό, ο νυχτερινός τρόμος και η υπνοβασία.

Οι εφιάλτες είναι τρομακτικά όνειρα κατά τη διάρκεια του ύπνου REM, συνήθως το 2ο μισό της νύχτας, κατά το χάραμα. Εκδηλώνονται σε όλες τις ηλικίες, είναι, όμως, συχνότεροι σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας (4-8 χρονών). Εμφανίζονται αρκετές ώρες μετά την έναρξη του ύπνου. Το παιδί στροβιλίζεται για λίγο με αγωνία από το τρομαχτικό όνειρο που βλέπει και στο τέλος ξυπνά τρομαγμένο, φωνάζοντας και λέγοντας ότι φοβάται. Έχει άριστη επαφή με το περιβάλλον, ανακουφίζεται από τους γονείς, μπορεί να περιγράψει το όνειρο με κάθε λεπτομέρεια και έχει πλήρη συναίσθηση του τόπου, του χρόνου και των προσώπων του περιβάλλοντος. Τα όνειρα αυτά συνήθως σχετίζονται με τρομακτικές εμπειρίες που έζησε το παιδί κατά τη διάρκεια της ημέρας, π.χ. κάτι που συνέβη στο σχολείο, κάτι τρομακτικό που είδε στην τηλεόραση, κλπ.. Γι’ αυτό το λόγο κρατάνε μόνο μερικές εβδομάδες, ώσπου η αιτία που τα δημιουργεί να μην υπάρχει. Όταν το παιδί παρουσιάζει τέτοια επεισόδια, προσπαθούμε να το ηρεμήσουμε και να το βοηθήσουμε να νοιώσει ασφάλεια. Του εξηγούμε ότι ήταν μόνο ένα όνειρο, ότι αυτό είναι φυσιολογικό, ότι όλοι βλέπουμε όνειρα και ότι δεν συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο γύρω του. Μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα μαζί του, γιατί είναι ξυπνητό -αντίθετα με αυτό που συμβαίνει με τον νυχτερινό τρόμο, κατά τον οποίο το παιδί κοιμάται βαθιά. Με το που θα ησυχάσει θα πρέπει να το βάλουμε πάλι να κοιμηθεί. Επειδή τα παιδιά είναι έξυπνα και μαθαίνουν γρήγορα, ανακαλύπτουν ότι οι γονείς τους τρέχουν αμέσως κοντά τους μόλις τους πουν ότι είδαν έναν εφιάλτη. Κάποιες φορές, λοιπόν, μπορεί ένα παιδί, έπειτα από λίγα λεπτά μετά την απομάκρυνση των γονιών που είχαν τρέξει κοντά του να το καθησυχάσουν γιατί είδε έναν εφιάλτη, να τους ξαναφωνάξει λέγοντας πως είδε ένα άσχημο όνειρο. Οι γονείς σε αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να το πιστέψουν και πρέπει να καταλάβουν ότι το παιδί χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα για να προσελκύσει την προσοχή τους, αφού έμαθε πως όταν λέει ότι έχει εφιάλτες οι γονείς τρέχουν κοντά του. Η λύση αυτού του προβλήματος είναι η εφαρμογή της μεθόδου αντιμετώπισης των νυχτερινών ξυπνημάτων που θα περιγράψουμε παρακάτω. Αν τα επεισόδια επαναλαμβάνονται συχνά στη διάρκεια της εβδομάδας θα πρέπει να ζητήσουμε ιατρική βοήθεια, γιατί αυτό σημαίνει έντονο πρόβλημα του παιδιού, το οποίο ξεκινά είτε από την οικογένεια, είτε από τη σχέση του με τους συνομηλίκους ή τους δασκάλους του.

Η υπνολαλιά ή παραμιλητό, αποτελεί μια πολύ συχνή κατάσταση που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου με ασυνάρτητα λόγια, με κραυγές, με κλάματα, με γέλια ή με ασυνάρτητες φράσεις. Είναι κατάσταση χωρίς κανένα κίνδυνο και μπορεί να διατηρηθεί και στην ενήλικη ζωή. Είναι πιο συχνό κατά τη διάρκεια πυρετού και πολύ συνηθισμένο όταν το παιδί αρχίζει να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό ή στο σχολείο. Το παραμιλητό φαίνεται να εκφράζει το άγχος και τις απογοητεύσεις που δημιουργούν στη διάρκεια της ημέρας η οικογενειακή, σχολική και κοινωνική ζωή του παιδιού. Το μόνο πρόβλημα που δημιουργεί είναι ότι ξυπνάει τα αδέρφια και τους γονείς του.

Ό νυχτερινούς τρόμος εμφανίζεται σε κάποια παιδιά, μετά τα δύο-τρία χρόνια της ζωής τους, μία με δύο ώρες αφότου κοιμηθούν, κατά τη διάρκεια του βαθέος ύπνου. Το παιδί πετιέται απότομα όρθιο από το κρεβάτι, με φωνές πραγματικά τρομακτικές, με έκφραση τρόμου στο πρόσωπο, δεν αναγνωρίζει ούτε πρόσωπα ούτε πράγματα, έχει ψευδαισθήσεις, φαντάζεται και περιγράφει αντικείμενα που δεν υπάρχουν και πράξεις που δεν γίνονται.. Μουσκεύει στον ιδρώτα από την αγωνία, είναι αδύνατο να ξυπνήσει και δεν μπορεί να το καθησυχάσει κανείς. Οι κόρες είναι σε μυδρίαση, αναπνέει γρήγορα, η καρδιά του χτυπάει γρήγορα και το επεισόδιο διαρκεί 2-10 λεπτά. Στο τέλος του επεισοδίου το παιδί ξανακοιμάται αποκαμωμένο και την άλλη μέρα δεν θυμάται τίποτα. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να παραμένουμε κοντά στο παιδί και να το προσέχουμε μην πέσει, αλλά να μην κάνουμε τίποτε άλλο, ούτε να του μιλάμε, ούτε να το ακουμπάμε όσο διαρκεί το επεισόδιο. Πρέπει ακόμα να ξέρουμε, ότι το στρες και η κούραση ευθύνονται για την πιο συχνή εμφάνισή του στα παιδιά. Ο νυχτερινός τρόμος και η υπνοβασία δεν ανησυχούν τους γιατρούς, γιατί είναι καταστάσεις που κάποια στιγμή ξεπερνιούνται με το μεγάλωμα των παιδιών σε αντίθεση με τους γονείς που είναι ανήσυχοι και κατατρομοκρατημένοι. Οι γιατροί πάλι ανησυχούν όταν το παιδί παρουσιάζει συχνά εφιάλτες σε αντίθεση με τους γονείς που θεωρούν ότι δεν είναι κάτι σημαντικό και θεωρούν ότι μπορούν να το χειριστούν χωρίς βοήθεια, ενώ τα πράγματα δεν είναι έτσι.

Η υπνοβασία είναι συχνή διαταραχή. Παρατηρείται από τα τρία-τέσσερα χρόνια και μετά. Περίπου 1 στα 30 άτομα έχει υπνοβατήσει το λιγότερο μία φορά στη ζωή του και 1 στα 100 είναι υπνοβάτης για πολλά χρόνια. Είναι καλοήθης διαταραχή, όταν είναι περιστασιακή και δεν έχει σοβαρές συνέπειες αν πάρουμε κάποιες προφυλάξεις. Συνίσταται στο να επαναλαμβάνει το παιδί, με τρόπο αυτόματο τη νύχτα και ενώ κοιμάται βαθιά, μια συμπεριφορά που έμαθε τη μέρα. Η υπνοβασία έχει κοινά χαρακτηριστικά με το νυχτερινό τρόμο. Εμφανίζεται τις πρώτες 3-4 ώρες του ύπνου και στην ίδια οικογένεια μπορεί να υπάρχουν δύο και τρεις υπνοβάτες. Το παιδί κατεβαίνει από το κρεβάτι του, αρχίζει να περιπλανιέται με ανοιχτά μάτια και ανέκφραστο πρόσωπο, χωρίς να βλέπει, γιατί εξακολουθεί να κοιμάται. Οι κινήσεις του είναι αργές, σκόπιμες και το βάδισμά του ασταθές. Είναι δύσκολο να το ξυπνήσει κάποιος και συνήθως επιστρέφει στο κρεβάτι μόνο του και συνεχίζει τον ύπνο του. Η διάρκεια της υπνοβασίας είναι 5-15 min και πρέπει να παίρνουμε προφυλάξεις ώστε να μην τραυματισθεί το παιδί. Την αιτία της υπνοβασίας δεν την ξέρουμε, ούτε έχουμε φάρμακα για τη θεραπεία της. Γνωρίζουμε μόνο πως καταργώντας πολύ νωρίς τον μεσημεριανό ύπνο αυξάνεται η συχνότητα της υπνοβασίας και του νυχτερινού τρόμου, ότι είναι πιο συχνή σε παιδιά που ροχαλίζουν και κάνουν άπνοιες και ότι η αποκατάσταση του ροχαλητού μειώνει τα επεισόδια υπνοβασίας και νυχτερινού τρόμου. Για να προφυλάξουμε το παιδί από τραυματισμούς πρέπει να κλείνουμε τα παράθυρα, να βάζουμε προστατευτικό κιγκλίδωμα στις πόρτες και να μην αφήνουμε πράγματα σε σημεία που μπορεί να τα φτάσει και να τα χρησιμοποιήσει με επικίνδυνο τρόπο.

Οι υπναγωγικές κινήσεις (ακούσιο λίκνισμα) είναι ρυθμικές κινήσεις του κεφαλιού ή του σώματος, που τα παιδιά τις κάνουν ώσπου να καταφέρουν να αποκοιμηθούν. Συμβαίνουν στη φάση της υπνηλίας, στην αρχή του ύπνου, και οι πιο συχνές είναι τα χτυπήματα του κεφαλιού στο μαξιλάρι ή το παλαντζάρισμα όλου του κορμιού με το παιδί ξαπλωμένο μπρούμυτα. Πρωτοεμφανίζονται τον 6ο με 9ο μήνα και σπάνια επιμένουν μετά τα τρία με τέσσερα χρόνια. Απαντώνται σε φυσιολογικά παιδιά, αλλά πολύ περισσότερο σε παιδιά με διανοητική καθυστέρηση ή αυτισμό. Κάποιες επιστημονικές μελέτες θεωρούν τις ρυθμικές κινήσεις μέρος μιας μαθημένης συμπεριφοράς με την οποία το παιδί αναπαράγει το λίκνισμα που του κάνουν οι γονείς του για να κοιμηθεί. Είναι μικρότερης παθολογικής σημασίας παραϋπνία και δεν χρειάζεται κάποια ειδική θεραπεία, εκτός και αν επιμένει μετά τα πέντε, οπότε το παιδί θα πρέπει νε εκτιμηθεί νευρολογικά και ψυχιατρικά.

Το τρίξιμο των δοντιών κατά τον ύπνο είναι αρκετά συχνή διαταραχή που φθάνει το 10-20% και δεν έχει κανένα παθολογικό χαρακτήρα. Προκαλείται από υπερβολική σύσπαση των μασητήρων μυών και παράγει ένα ιδιαίτερο θόρυβο που ανησυχεί τους γονείς, παρόλο που δεν ξυπνάει τα παιδιά. Αν η σύσπαση επιμείνει, μπορεί να καταστρέψει τα δόντια λόγω φθοράς της αδαμαντίνης και της περιοδοντίτιδας που προκαλεί. Συνδέεται με έντονο στρες και αντιμετωπίζεται με μια προστατευτική πρόθεση, την οποία βάζει το παιδί τη νύχτα για να αποτρέψει τη φθορά των δοντιών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις χορηγούνται φάρμακα που αυξάνουν το βάθος του ύπνου.

Η συγχυτική αφύπνιση παρουσιάζεται σε ορισμένα παιδιά όταν τα ξυπνήσουμε από βαθύ ύπνο στο πρώτο μέρος της νύχτας ή αμέσως μετά από αυτό. Τα παιδιά αυτά αμέσως μετά το ξύπνημα βρίσκονται σε κατάσταση σύγχυσης, ενεργούν αυτοματικά και δεν θυμούνται τίποτα μετά. Το φαινόμενο είναι ακίνδυνο και δεν χρειάζεται καμία θεραπεία.

Τα υπναγωγικά ξαφνιάσματα ή νυχτερινός μυόκλονος είναι τα συνηθισμένα τινάγματα που λίγο ή πολύ, αραιά ή συχνά παρουσιάζουν όλοι οι άνθρωποι στην αρχή του ύπνου και αφορούν ένα μέλος του σώματος ή ολόκληρο το σώμα. Είναι αβλαβή, δεν χρειάζονται καμία θεραπεία και μπορεί να επιμείνουν σε όλη τη ζωή. Σε νεογέννητα και βρέφη μπορεί να είναι πιο έντονα και προκαλούν ανησυχία στους γονείς.

Η παράλυση ύπνου εμφανίζεται στην αρχή του ξυπνήματος, αν και κάποιες φορές εμφανίζεται και τη στιγμή που αποκοιμιόμαστε. Το παιδί προσπαθεί απελπισμένα να κουνηθεί, αλλά δεν καταφέρνει τίποτα και αυτό του δημιουργεί μεγάλο άγχος γιατί νομίζει ότι έχει μείνει παράλυτο. Ξέρει ότι είναι ξυπνητό αλλά δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να φωνάξει. Οι παραλύσεις αυτές παύουν αυτόματα μετά από μερικά λεπτά. Η αιτία είναι άγνωστη, το φαινόμενο ακίνδυνο και θεραπεία δεν υπάρχει. Βοηθάμε το παιδί αν του εξηγήσουμε, ότι δεν θα πάθει τίποτα και ότι δεν πρέπει να προσπαθεί να κουνηθεί κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, αλλά, αντίθετα, να προσπαθήσει να ξανακοιμηθεί και να σκέφτεται ότι η παράλυση θα περάσει από μόνη της χωρίς εκείνο να κάνει τίποτα.

Λιγότερο συχνές διαταραχές του ύπνου

Το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών είναι πρόβλημα άγνωστο στους περισσότερους γονείς, γιατί είναι καινούργιο. Είναι πολύ συχνό, αφού 10% των ενηλίκων και 2,5% παιδιών μεταξύ τριών και δώδεκα χρονών μπορεί κάποια στιγμή να το πάθουν. Τα συμπτώματα είναι ίδια με τα συμπτώματα που εμφανίζουν και οι ενήλικες και συνίστανται σε μια αίσθηση αδιαθεσίας που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι κάτι παράξενο, μια εσωτερική ανησυχία που γεννάει μια επιτακτική ανάγκη για κίνηση των ποδιών. Αν αρχίσουμε να περπατάμε ή να κινούμαστε η αίσθηση αυτή μπορεί να εξαφανιστεί πρόσκαιρα. Αν το παιδί καταφέρει να κοιμηθεί ό ύπνος θα είναι επιφανειακός και θα ξυπνήσει εύκολα. Τα παιδιά είναι ανήσυχα, προπαντός το σούρουπο. Λένε ότι πονάνε τα πόδια τους και δεν μπορούν να κοιμηθούν από τον πόνο. Δεν ξέρουν πώς να το περιγράψουν. Παλαιότερα λέγαμε ότι αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν «άλγη αυξήσεως». Σήμερα ξέρουμε ότι ένα ποσοστό οφείλεται στο το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Πολύ συχνά υπάρχουν και άλλα μέλη της οικογένειας που έχουν την ίδια αίσθηση και την ίδια δυσκολία να κοιμηθούν και δεν ξέρουν ότι στην πραγματικότητα πάσχουν από το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Κάποια από αυτά τα παιδιά μπορεί να πάσχουν από σιδηροπενική αναιμία και η διόρθωσή της μπορεί να εξαφανίσει το πρόβλημα, αλλά υπάρχουν και παιδιά που μπορεί να χρειαστεί να χορηγήσουμε φάρμακο για να λύσουμε το πρόβλημα.  

 

Δείτε ακόμα: